- φθορίου
- φθόριοςdestructivemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… … Dictionary of Greek
φθορίωση — η, Ν 1. χημ. χημική αντίδραση που συνίσταται στην αποκατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου μιας χημικής ένωσης από ένα άτομο φθορίου 2. μέθοδος αποστείρωσης τού νερού με προσθήκη φθορίου σ αυτό 3. φυσ. εναπόθεση λεπτότατου στρώματος μεταλλικού… … Dictionary of Greek
φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο … Dictionary of Greek
τoπάζι — Πυριτικό ορυκτό του αργιλίου και του φθορίου (Al2F2SiO4). Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι καθαροί κρύσταλλοί του είναι άχρωμοι· η παρουσία υδροξειδίου του σιδήρου δίνει στους κρυστάλλους υποκίτρινο χρώμα· όταν θερμανθούν γίνονται… … Dictionary of Greek
αλκενυλαλογονίδια — ή αλογονοαλκένια, τα Χημ. οργανικές ενώσεις, αλογονωμένα παράγωγα τών αλκενίων* (ολεφινών). Αποτελούνται από μία ακόρεστη υδρογονανθρακική ρίζα (με έναν διπλό δεσμό), ενωμένη με ένα ή περισσότερα άτομα αλογόνων (φθορίου, χλωρίου, βρωμίου ή… … Dictionary of Greek
αλογονοπαράγωγα — τα Χημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν άτομα ενός ή περισσοτέρων αλογόνων, δηλαδή φθορίου, χλωρίου, βρώμιου ή ιωδίου, τα οποία συνδέονται με άτομα άνθρακα … Dictionary of Greek
αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… … Dictionary of Greek
κλινοχουμίτης — ο (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού σιδήρου που περιέχει μικρή ποσότητα φθορίου και ανήκει στην ομάδα τών χουμιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. clinohumite < chlin(o) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρόλιθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 60 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τιρνάβου του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσον του νομού, Β της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμπελώνος. * * * ο 1. (κρυσταλλ.) μικροσκοπικός βελονοειδής ή ραβδόμορφος… … Dictionary of Greek
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek